- χαμαισχιδής
- χᾰμαι-σχῐδής, ές,A branching from the ground upwards,
πίσος Thphr.CP4.14.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πίσος Thphr.CP4.14.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαμαισχιδής — ές, Α αυτός που διακλαδώνεται αμέσως από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + σχιδής (< θ. σχιδ τού σχίζω*), πρβλ. εὐ σχιδής, νεο σχιδής) … Dictionary of Greek
χαμαισχιδές — χαμαισχιδής branching from the ground upwards masc/fem voc sg χαμαισχιδής branching from the ground upwards neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… … Dictionary of Greek